- αναπαλαίω
- (αόρ. ανεπάλαισα) αμετ. возобновлять борьбу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] … Dictionary of Greek
αναπάλαισις — ἀναπάλαισις ( εως), η (Μ) [ἀναπαλαίω] η ανανέωση τής πάλης, τού αγώνα … Dictionary of Greek